Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ σημαῖνον

См. также в других словарях:

  • σημαίνον — το, Ν γλωσσ. η φωνολογική δήλωση, η μορφή, η ακουστική εικόνα ενός γλωσσικού σημείου, το αισθητό μέρος του, χάρη στο οποίο δηλώνεται το σημαινόμενο και γίνεται αντιληπτό με το άκουσμα ή με την ανάγνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • σημαῖνον — σημαίνω show by a sign pres part act masc voc sg σημαίνω show by a sign pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήμαινον — σημαίνω show by a sign imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σημαίνω show by a sign imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СТОИЦИЗМ —     СТОИЦИЗМ учение одной из наиболее влиятельных философских школ Античности, основанной ок. 300 до н. э. Зеноном изКития; название «Стоя» происходит от названия «Расписного Портика» (Στοὰ Ποικίλη) в Афинах, где преподавал Зенон.… …   Античная философия

  • MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αειρείτη — ἀειρείτη, η (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. ἀρετή «Εἰ δ ἐπὶ τούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἄν εἴη, σημαῑνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • πλησιότης — ητος, Α [πλησίος] η ιδιότητα τού να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.) …   Dictionary of Greek

  • σημαινόμενο — το, Ν (γλωσσ·) η σημασία, το νόημα, το περιεχόμενο ενός γλωσσικού σημείου, το οποίο δηλώνεται από το σημαίνον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής παθ. μτχ. τού ρ. σημαίνω] …   Dictionary of Greek

  • συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… …   Dictionary of Greek

  • φαλλοκεντρισμός — ο, Ν (φιλοσ.) σύστημα σκέψης στο οποίο ο φαλλός συνιστά το πρωταρχικό σημαίνον στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phallocentrisme] …   Dictionary of Greek

  • φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»